λᾳστήριον

λᾳστήριον
λᾳστήριον,
A v. λῃστήριον. [full] λαστρυγυλίας· λίθος τετριμμένος, Hsch. (Fort. λᾶς ([etym.] λᾶας) τρυμαλίας.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαστήριον — λαστήριον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληστήριον …   Dictionary of Greek

  • ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”